- ἀραξίχειρος
- ἀραξίχειρος [ᾰ] [pron. full] [ῐ], ον, ([etym.] ἀράσσω)A beaten with the hand,
τύμπανα AP 6.94
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύμπανα AP 6.94
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀραξίχειρα — ἀραξίχειρος beaten with the hand neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ … Dictionary of Greek